Στην ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΕΛΙΣΑΝΙΔΗ ν. PETER KRAVITZ Αρ. Αίτησης 22/2024, ημερ. 27 Νοεμβρίου, 2024, το Α.Δ. αναφέρει τα ακόλουθα σημαντικά ως προ την έννοια του νομικού θέματος που ανάγεται στο Ανώτατο Δικαστήριο: 

“Με βάση την έκθεση των «νομικών θεμάτων», προκύπτει ξεκάθαρα πως αυτά δεν διατυπώνουν, και δη με σαφήνεια, νομικά θέματα για τα οποία ο Αιτητής επιθυμεί όπως το Ανώτατο Δικαστήριο δώσει άδεια και αποφασίσει σε τρίτο βαθμό. Αντιθέτως, μέσω αυτών ουσιαστικά εκφράζεται η διαφωνία του Αιτητή με την απόφαση του Εφετείου και το κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο της κρίσης του Εφετείου ως προς τους εγειρόμενους στην έφεση λόγους έφεσης.

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, έχει υποδειχθεί σε προηγούμενες αποφάσεις επί του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/64, πως το εν λόγω άρθρο απαιτεί όπως στην έκθεση νομικών θεμάτων περιέχεται ξεχωριστά κάθε νομικό ζήτημα το οποίο χρήζει επίλυσης, τόσο για σκοπούς της υπό κρίση περίπτωσης όσο και για γενικότερη καθοδήγηση αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, νοουμένου ότι συναρτάται με τις προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω άρθρο. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση αυτής της νέας του δικαιοδοσίας, δεν ενεργεί ως εφετείο λόγω της διαφωνίας του αιτητή με την απόφαση του Εφετείου. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3.6.2024, στην οποία λέχθηκε πως «η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσω μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης».

Πέραν της πιο πάνω διαπίστωσης μας, παρατηρούμε ότι η προσπάθεια του Αιτητή να χαρακτηρίσει αυτή τη διαφωνία του με την απόφαση του Εφετείου ως διαφοροποίηση από το Εφετείο πάγιας νομολογίας, δεν βρίσκει έρεισμα στην απόφαση του Εφετείου.

Η αναφορά στο ότι το νομικό θέμα συναρτάται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας αναλύεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των  Μάριου Γαβριηλίδη κ.ά., Αίτηση Αρ. 2/2024, ημερ. 11.11.2024:

«. το «Νομικό θέμα» συναρτάται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας , ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. Η πρώτη περίπτωση είναι όταν το Εφετείο εφάρμοσε την πάγια νομολογία, αλλά ο αιτητής εισηγείται ότι αυτή δικαιολογείται να διαφοροποιηθεί.»

Η υπό κρίση περίπτωση σαφώς δεν εμπίπτει εντός αυτού του πλαισίου εφόσον δεν τίθεται ζήτημα από τον Αιτητή ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα πρέπει να διαφοροποιηθεί.

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση της Αίτησης.

Η Αίτηση απορρίπτεται.”