Η απόφαση του Εφετείου ήταν κατά πλειοψηφία. Η απόφαση εδώ 

Η πλειοψηφία διαπίστωσε παραβίαση των  διατάξεων της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ εκ μέρους της Αστυνομίας ως προς την παραίτηση του δικαιώματος  πρόσβασης σε δικηγόρο από την εφεσείουσα, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες, ύποπτες συνθήκες της ανάκρισης που οδήγησαν στην ομολογία. Αυτά κατά την άποψη της πλειοψηφίας, έπρεπε να προβληματίσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο,  εφόσον επρόκειτο για παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος ενταγμένο στο πλαίσιο του άρθρου 6 ΕΣΔΑ και με γνώμονα πως το βάρος απόδειξης πως η κατάθεση ήταν θεληματική βάραινε την κατηγορούσα αρχή.  Υπήρχαν συνεπώς αμφιβολίες που ουδόλως κατά την πλειοψηφία απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Εδώ να πούμε πιθανώς η πλειοψηφία λανθασμένα να διαπιστώνει πως ο περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμος του 2005 (163(I)/2005)163(I)/2005 δεν μεταφέρει ορθά την οδηγία. Ο εναρμονιστικός νόμος 22(Ι)/2017 με τον οποίο τροποποιήθηκε ο βασικός νόμος 163(I)/2005, επέτρεψε τηρουμένων των αναλογιών (σύμφωνα και με τον 111(I)/2018) την εφαρμογή του νόμου σε πρόσωπο που ενώ αρχικά δεν είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλο αρμόδιο πρόσωπο, καθίσταται ύποπτος ή κατηγορούμενος ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο καλείται από τον ανακριτή ως ύποπτος ή κατηγορούμενος για την τέλεση αξιόποινης πράξης, με σκοπό την ανάκριση και τη λήψη κατάθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. (βλ άρθρο 37 (γ) και (δ))

Το Ανώτατο εντόπισε διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία της εφεσείουσας που έτειναν να πλήξουν την αξιοπιστία της στο πρόωρο στάδιο της δίκης εντός δίκης, κάτι που προφανώς δεν επιτρέπεται.

Η πλειοψηφία αναφέρθηκε και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να απορρίψει θεληματική κατάθεση αν κρίνει ότι δεν είναι ασφαλές να την αποδεχτεί ως επίσης και στη παράλειψη του Δικαστηρίου να αναζητήσει ενίσχυση της ορθότητας της ομολογίας.

Γίνεται επίσης αναφορά στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δημόσιας βλάβης και στο βάρος απόδειξης της Κ.Α. και προφανώς οι παρεμβάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν δίκαζε βιασμό, με συχνές και έντονες αναφορές, κατέστησαν την καταδίκη επισφαλής, εφόσον ήταν καθήκον της Υπεράσπισης θα θέσει σε αμφιβολία ότι δήθεν κατήγγειλε κατά φαντασία αδίκημα.

Γίνεται εκτενής αναφορά στην ώρα του βιασμού και πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε στην απουσία μαρτυρίας, πως αρχικά καταγγέλθηκε από την εφεσείουσα πως ήταν ή ώρα 00.30, μαρτυρία σχετική με το στοιχείο του κατά φαντασία αδικήματος και σε λανθασμένες αναφορές σε βίντεο της ημέρας αλλά και σε προηγούμενων ημερών.

Η απόφαση της πλειοψηφίας είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη και πραγματεύεται με ένα ευρύ φάσμα του δικαίου. Πραγματεύεται με ζητήματα δεκτικότητας εξ ακοής μαρτυρίας (ειδικότερα με τη μαρτυρία ενός γιατρού που είδε τη κατάσταση της εφεσείουσας κατά τις πρωινές ώρες μετά τον καταγγελλόμενο βιασμό), αυτοενισχυτικών δηλώσεων, μαρτυρία εμπειρογνωμόνων και κενά στη μαρτυρία τους και το σκοπό της προσκόμισης μαρτυρίας εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του βάρους απόδειξης που έχει η Κ.Α. να αποδείξει την κατηγορία.

Εν τέλει η πλειοψηφία παραμερίζει την πρωτόδικη απόφαση με βάσει την Fournaris ότι είναι φαίνεται τόσο ανασφαλής ή ανεπαρκής ώστε να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία στο μυαλό του εφετείου σε σχέση με την ορθότητα της.

Σκοπίμως αφήνω τελευταίο το ζήτημα των δηλώσεων των δικηγόρων της υπεράσπισης κατά τον μετριασμό της ποινής για να θίξω το ζήτημα πως η απόρριψη της έφεσης για δηλώσεις παραδοχής κατά το στάδιο του μετριασμού, εξ όσων προσωπικά το αντιλαμβάνομαι, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και με βάσει τα περιστατικά και συνθήκες της κάθε υπόθεσης, και πρέπει να ασκείται με φειδώ, και αυτό είναι πολύ ουσιαστικό, όταν υπάρχουν τέτοια κενά στην πρωτόδικη απόφαση τότε το εφετείο, ως όργανο απονομής της δικαιοσύνης, οφείλει να εξασκήσει, μέσα στο πλαίσιο των αυθεντιών, τη διακριτική αυτή του εξουσία.  Δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες, ούτε και χρειάζεται.

Η μειοψηφία του Α.Δ. έκρινε το όλο ζήτημα ως προδικαστική ένσταση και περιορίστηκε σε αυτό. Καταληκτικά, αναφέρεται στην Πήττας, που ήταν πολιτική έφεση, εντελώς ξένη δηλαδή υπόθεση από μια ποινική δίκη, που διεξάγεται σε πολύ διαφορετικά πλαίσια, και ουδόλως έχει να κάνει με την στέρηση της ελευθερίας του ατόμου και του συνταγματικού και νομοθετικού κατοχυρωμένου δικαιώματος άσκησης έφεσης κατά της καταδίκης και της ποινής.