Η απόφαση της 18/4/2019 της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σε υπόθεση δανείου σε ελβετικό φράγκο, μπορεί να έπεσε σαν ‘κεραυνός εν αιθρία’ στην Ελλάδα, στην Κύπρο όμως τα δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά.

Ο Άρειος Πάγος, κατά μεγάλη πλειοψηφία, επικυρώνοντας απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου, συμφώνησε με την θέση ότι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, δεν εξετάζονται ως προς τον καταχρηστικό τους χαρακτήρα, συμφώνως του άρθρου 1(2) και της 13ης σκέψης του προοιμίου της ευρωπαϊκής οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες καθότι θεωρείται ότι τέτοιες διατάξεις περιέχουν σταθμισμένες από τον νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Ο Άρειος Πάγος επεκτάθηκε και σε ενδοτικού δικαίου διατάξεις.

Δεν θα απασχολήσει  για σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, αν ο κυρωτικός Ελλαδικός νόμος της Ευρωπαικής οδηγίας όφειλε να περιέχει ρητώς την πιο πάνω διάταξη προκειμένου να δικαιολογείται η εξαίρεση του επίμαχου όρου από  την εξέταση καταχρηστικότητας, και σε ποιο βαθμό η απόφαση είναι σύμφωνη με την ευρωπαϊκή νομολογία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.  Δεν θα απασχολήσει επίσης η απόφαση της μειοψηφίας, αν και είναι εξίσου σημαντική. Να σημειωθεί ότι παρόμοια διάταξη προβλέπεται στον κυρωτικό Κυπριακό νόμο περί καταχρηστικών ρητρών.

Στην υπόθεση που εξέτασε ο Άρειος Πάγος, η επίδικη ρήτρα της σύμβασης δανείου υποχρέωνε τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής.  Απασχόλησε κυρίως αν η ρήτρα αυτή ήταν ‘δηλωτική’, να ταυτίζεται ή να απηχεί δηλαδή, κατά περιεχόμενο, εθνικές ρυθμίσεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου.  Πράγματι, στο άρθρο 291 του Ελλαδικού Αστικού Κώδικα με τίτλο ‘Παροχή σε ξένο νόμισμα’  προβλέπεται ότι: «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής».

Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, η επίμαχη ρήτρα θεωρήθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι ήταν δηλωτική και συνεπώς δεν μπορούσε να εξεταστεί ως προς τον καταχρηστικό της χαρακτήρα, επικυρώνοντας ουσιαστικά την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου που απόρριψε υπόθεση δανειολήπτη.

Η θέση όμως στην Κύπρο είναι πολύ διαφορετική για δύο λόγους:

  1. Οι πλείστες αν όχι όλες οι συμφωνίες δανείων σε ελβετικά φράγκα των Κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων δεν περιέχουν ρήτρα που να προβλέπει την αποπληρωμή των δόσεων του δανείου με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής αν και προβλέπονται σταθερές μηνιαίες δόσεις στο ξένο νόμισμα.  Αυτές οι ρήτρες αποτελούν στοιχείο της κύριας παροχής της συμβάσεως δανείου και συνεπώς εγείρεται θέμα διατύπωσης και άρα καταχρηστικότητας, και
  2. Δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη με αυτή της ελλαδικής του άρθρου 291 του Αστικού Κώδικα , που να προνοεί ότι ο οφειλέτης δανείου σε ξένο νόμισμα πληρώνει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. (Να σημειωθεί ότι διατυπώνεται η σκέψη αυτή με επιφύλαξη τυχόν ανεύρεσης τέτοιας Κυπριακής νομοθετικής διάταξης η οποία να διέλαθε της προσοχής κατά  το χρόνο συγγραφής του παρόντος κειμένου).

Η απόφαση  του Αρείου Πάγου έχει σημαντικές νομικές προεκτάσεις για την Κύπρο επειδή επιβεβαιώνεται σε ανώτατο επίπεδο Ελλαδικής δικαστικής εξουσίας, η ανάγκη να εξετάζεται η υποβολή ρήτρας εντός του πεδίου αξιολόγησης της καταχρηστικότητας όταν το μέρος που παραπονείται είναι καταναλωτής που ενεργεί για προσωπικούς σκοπούς.

Υπενθυμίζεται ότι καταχρηστική ρήτρα δεν δεσμεύει τον καταναλωτή.